Definify.com
Definition 2024
προαύλιο
προαύλιο
Greek
Noun
προαύλιο • (proávlio) n (plural προαύλια)
- yard (enclosed area by a public building)
- Tο προαύλιο της φυλακής ― To proávlio tis fylakís ― the prison courtyard
- Tο προαύλιο του σχολείου ― To proávlio tou scholeíou ― the school playground
Declension
declension of προαύλιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προαύλιο | προαύλια |
genitive | προαύλιου / προαυλίου | προαύλιων / προαυλίων |
accusative | προαύλιο | προαύλια |
vocative | προαύλιο | προαύλια |
See also
- παιδική χαρά f (paidikí chará, “playground”)