Definify.com
Definition 2024
προβλήτα
προβλήτα
Greek
Noun
προβλήτα • (provlíta) f (plural προβλήτες)
Declension
declension of προβλήτα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προβλήτα | προβλήτες |
genitive | προβλήτας | προβλητών |
accusative | προβλήτα | προβλήτες |
vocative | προβλήτα | προβλήτες |