Definify.com
Definition 2024
προεδρία
προεδρία
Greek
Noun
προεδρία • (proedría) f (plural προεδρίες)
- presidency (position and office)
Declension
declension of προεδρία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προεδρία | προεδρίες |
genitive | προεδρίας | προεδριών |
accusative | προεδρία | προεδρίες |
vocative | προεδρία | προεδρίες |
Related terms
- πρόεδρος m, f (próedros, “president”)
- αντιπρόεδρος m, f (antipróedros, “vice president”)
- αντιπροεδρία f (antiproedría, “vice presidency”)