Definify.com
Definition 2024
προκαταβολή
προκαταβολή
Greek
Noun
προκαταβολή • (prokatavolí) f (plural προκαταβολές)
Declension
declension of προκαταβολή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προκαταβολή | προκαταβολές |
genitive | προκαταβολής | προκαταβολών |
accusative | προκαταβολή | προκαταβολές |
vocative | προκαταβολή | προκαταβολές |
Synonyms
- (advance, prepayment): αβάντσα f (avántsa)