Definify.com
Definition 2024
προκύπτω
προκύπτω
Greek
Verb
προκύπτω • (prokýpto) (simple past προέκυψα)
- emerge, arise, result
- Από την έρευνα δεν προέκυψε κάτι το καινούριο.
- Apó tin érevna den proékypse káti to kainoúrio.
- The investigation has revealed nothing new.
- Από την έρευνα δεν προέκυψε κάτι το καινούριο.
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.