Definify.com
Definition 2024
προξενείο
προξενείο
Greek
Noun
προξενείο • (proxeneío) n (plural προξενεία)
Declension
declension of προξενείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προξενείο | προξενεία |
genitive | προξενείου | προξενείων |
accusative | προξενείο | προξενεία |
vocative | προξενείο | προξενεία |
Related terms
- πρόξενος m, f (próxenos, “consul”)