Definify.com
Definition 2024
προορισμός
προορισμός
Greek
Noun
προορισμός • (proorismós) m (plural προορισμοί)
Declension
declension of προορισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προορισμός | προορισμοί |
genitive | προορισμού | προορισμών |
accusative | προορισμό | προορισμούς |
vocative | προορισμέ | προορισμοί |