Definify.com
Definition 2024
προπομπός
προπομπός
Greek
Noun
προπομπός • (propompós) m (plural προπομποί)
Declension
declension of προπομπός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προπομπός | προπομποί |
genitive | προπομπού | προπομπών |
accusative | προπομπό | προπομπούς |
vocative | προπομπέ | προπομποί |
Synonyms
- πρόδρομος m (pródromos)