Definify.com
Definition 2024
προσένταξις
προσένταξις
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /proséntaxsis/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /proséntaksis/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /pɾosé̃daksis/
Noun
προσένταξις • (proséntaxis) f (genitive προσεντάξεως); third declension
- stationing of light-armed troops on wings of phalanx
Inflection
Third declension of προσένταξῐς, προσεντάξεως
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | προσένταξῐς | προσεντάξει | προσεντάξεις |
Genitive | προσεντάξεως | προσενταξέοιν | προσεντάξεων |
Dative | προσεντάξει | προσενταξέοιν | προσεντάξεσῐ(ν) |
Accusative | προσένταξῐν | προσεντάξει | προσεντάξεις |
Vocative | προσένταξῐ | προσεντάξει | προσεντάξεις |
Third declension of προσένταξῐς, προσεντάξιος
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | προσένταξῐς | προσεντάξιε | προσεντάξιες |
Genitive | προσεντάξιος | προσενταξίοιν | προσενταξίων |
Dative | προσεντάξῑ, προσεντάξει | προσενταξίοιν | προσεντάξῐσῐ(ν), προσενταξίεσῐ(ν), προσεντάξεσῐ(ν) |
Accusative | προσένταξῐν | προσεντάξιε | προσεντάξῑς, προσεντάξιᾰς |
Vocative | προσένταξῐ | προσεντάξιε | προσεντάξιες |
References
- προσένταξις in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «προσένταξις» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette