Definify.com
Definition 2024
προσανατολισμός
προσανατολισμός
Greek
Noun
προσανατολισμός • (prosanatolismós) n (plural προσανατολισμοί)
Declension
declension of προσανατολισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσανατολισμός | προσανατολισμοί |
genitive | προσανατολισμού | προσανατολισμών |
accusative | προσανατολισμό | προσανατολισμούς |
vocative | προσανατολισμέ | προσανατολισμοί |
Antonyms
- αποπροσανατολισμός (apoprosanatolismós)