Definify.com
Definition 2024
προσκυνητής
προσκυνητής
Greek
Noun
προσκυνητής • (proskynitís) m (plural προσκυνητές, feminine προσκυνήτρια)
Declension
declension of προσκυνητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσκυνητής | προσκυνητές |
genitive | προσκυνητή | προσκυνητών |
accusative | προσκυνητή | προσκυνητές |
vocative | προσκυνητή | προσκυνητές |
Related terms
- προσκύνημα n (proskýnima, “pilgrimage”)