Definify.com
Definition 2025
προσκόλληση
προσκόλληση
Greek
Noun
προσκόλληση • (proskóllisi) f (plural προσκολλήσεις)
Declension
declension of προσκόλληση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | προσκόλληση | προσκολλήσεις |
| genitive | προσκόλλησης / προσκολλήσεως | — |
| accusative | προσκόλληση | προσκολλήσεις |
| vocative | προσκόλληση | προσκολλήσεις |