Definify.com
Definition 2024
προσκόλληση
προσκόλληση
Greek
Noun
προσκόλληση • (proskóllisi) f (plural προσκολλήσεις)
Declension
declension of προσκόλληση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσκόλληση | προσκολλήσεις |
genitive | προσκόλλησης / προσκολλήσεως | — |
accusative | προσκόλληση | προσκολλήσεις |
vocative | προσκόλληση | προσκολλήσεις |