Definify.com
Definition 2024
προσπάθεια
προσπάθεια
Greek
Noun
προσπάθεια • (prospátheia) f (plural προσπάθειες)
- attempt (the action of trying at something)
- Κάθε ανταγωνιστής επιτρέπεται τρεις προσπάθειες.
- Káthe antagonistís epitrépetai treis prospátheies.
- Each competitor is allowed three attempts.
- Κάθε ανταγωνιστής επιτρέπεται τρεις προσπάθειες.
Declension
declension of προσπάθεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσπάθεια | προσπάθειες |
genitive | προσπάθειας | προσπαθειών |
accusative | προσπάθεια | προσπάθειες |
vocative | προσπάθεια | προσπάθειες |
Synonyms
- απόπειρα f (apópeira)
Related terms
- προσπαθώ (prospathó, “to attempt”)