Definify.com
Definition 2024
προστάτης
προστάτης
Greek
Noun
προστάτης • (prostátis) m (plural προστάτες, feminine προστάτιδα)
Declension
declension of προστάτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προστάτης | προστάτες |
genitive | προστάτη | προστατών |
accusative | προστάτη | προστάτες |
vocative | προστάτη | προστάτες |
Related terms
- see: προστασία f (prostasía, “protection”)
External links
- (prostate): προστάτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el