Definify.com
Definition 2024
προσωπικότητα
προσωπικότητα
Greek
Noun
προσωπικότητα • (prosopikótita) f (plural προσωπικότητες)
- character, personality
- Έχει ισχυρή προσωπικότητα.
- He has a strong personality.
- Έχει ισχυρή προσωπικότητα.
- personality (in show business, sport, etc)
- Ο κόσμος συγκεντρώθηκε να δει τις προσωπικότητες από το Hollywood.
- People gathered to see the personalities from Hollywood
- Ο κόσμος συγκεντρώθηκε να δει τις προσωπικότητες από το Hollywood.
- influential person
Declension
declension of προσωπικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσωπικότητα | προσωπικότητες |
genitive | προσωπικότητας | προσωπικοτήτων |
accusative | προσωπικότητα | προσωπικότητες |
vocative | προσωπικότητα | προσωπικότητες |
Related terms
- πρόσωπο (prósopo)
External links
- προσωπικότητα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el