Definify.com
Definition 2024
προσωπογραφία
προσωπογραφία
Greek
Noun
προσωπογραφία • (prosopografía) f (plural προσωπογραφίες)
Declension
declension of προσωπογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσωπογραφία | προσωπογραφίες |
genitive | προσωπογραφίας | προσωπογραφιών |
accusative | προσωπογραφία | προσωπογραφίες |
vocative | προσωπογραφία | προσωπογραφίες |