Definify.com
Definition 2024
προτίμηση
προτίμηση
Greek
Noun
προτίμηση • (protímisi) f (plural προτιμήσεις)
Declension
declension of προτίμηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προτίμηση | προτιμήσεις |
genitive | προτίμησης / προτιμήσεως | προτιμήσεων |
accusative | προτίμηση | προτιμήσεις |
vocative | προτίμηση | προτιμήσεις |
Related terms
- προτιμώ (protimó, “to prefer”)