Definify.com
Definition 2024
προφυλαχτήρας
προφυλαχτήρας
Greek
Noun
προφυλαχτήρας • (profylachtíras) m (plural προφυλαχτήρες)
- Alternative form of προφυλακτήρας (profylaktíras)
Declension
declension of προφυλαχτήρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προφυλαχτήρας | προφυλαχτήρες |
genitive | προφυλαχτήρα | προφυλαχτήρων |
accusative | προφυλαχτήρα | προφυλαχτήρες |
vocative | προφυλαχτήρα | προφυλαχτήρες |