Definify.com
Definition 2024
προϋπολογισμός
προϋπολογισμός
Greek
Noun
προϋπολογισμός • (proÿpologismós) m (plural προϋπολογισμοί)
Declension
declension of προϋπολογισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προϋπολογισμός | προϋπολογισμοί |
genitive | προϋπολογισμού | προϋπολογισμών |
accusative | προϋπολογισμό | προϋπολογισμούς |
vocative | προϋπολογισμέ | προϋπολογισμοί |
Related terms
- προϋπολογίζω (proÿpologízo, “to budget”)