Definify.com
Definition 2024
πρωταθλητής
πρωταθλητής
Greek
Noun
πρωταθλητής • (protathlitís) m (plural πρωταθλητές, feminine πρωταθλήτρια)
- (usually male) champion
Declension
declension of πρωταθλητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρωταθλητής | πρωταθλητές |
genitive | πρωταθλητή | πρωταθλητών |
accusative | πρωταθλητή | πρωταθλητές |
vocative | πρωταθλητή | πρωταθλητές |