Definify.com
Definition 2024
πρωτοπορία
πρωτοπορία
Greek
Noun
πρωτοπορία • (protoporía) f (plural πρωτοπορίες)
Declension
declension of πρωτοπορία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρωτοπορία | πρωτοπορίες |
genitive | πρωτοπορίας | πρωτοποριών |
accusative | πρωτοπορία | πρωτοπορίες |
vocative | πρωτοπορία | πρωτοπορίες |
Synonyms
- αβανγκάρντ n (avannkárnt)