Definify.com
Definition 2024
πρωτόνιο
πρωτόνιο
Greek
Noun
πρωτόνιο • (protónio) n (plural πρωτόνια)
Declension
declension of πρωτόνιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρωτόνιο | πρωτόνια |
genitive | πρωτονίου | πρωτονίων |
accusative | πρωτόνιο | πρωτόνια |
vocative | πρωτόνιο | πρωτόνια |
External links
- πρωτόνιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el