Definify.com
Definition 2024
πρόκληση
πρόκληση
Greek
Noun
πρόκληση • (próklisi) f (plural προκλήσεις)
Declension
declension of πρόκληση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρόκληση | προκλήσεις |
genitive | πρόκλησης / προκλήσεως | προκλήσεων |
accusative | πρόκληση | προκλήσεις |
vocative | πρόκληση | προκλήσεις |