Definify.com
Definition 2024
πρόσβαση
πρόσβαση
Greek
Noun
πρόσβαση • (prósvasi) f (plural προσβάσεις)
Declension
declension of πρόσβαση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρόσβαση | προσβάσεις |
genitive | πρόσβασης / προσβάσεως | προσβάσεων |
accusative | πρόσβαση | προσβάσεις |
vocative | πρόσβαση | προσβάσεις |
Synonyms
- προσπέλαση f (prospélasi)