Definify.com
Definition 2024
πρόσκομμα
πρόσκομμα
Greek
Noun
πρόσκομμα • (próskomma) n (plural προσκόμματα)
Declension
declension of πρόσκομμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρόσκομμα | προσκόμματα |
genitive | προσκόμματος | προσκομμάτων |
accusative | πρόσκομμα | προσκόμματα |
vocative | πρόσκομμα | προσκόμματα |
Synonyms
- εμπόδιο n (empódio)