Definify.com
Definition 2024
πρόταση
πρόταση
Greek
Noun
πρόταση • (prótasi) f (plural προτάσεις)
Declension
declension of πρόταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρόταση | προτάσεις |
genitive | πρότασης / προτάσεως | προτάσεων |
accusative | πρόταση | προτάσεις |
vocative | πρόταση | προτάσεις |
See also
- ψήφισμα f (psífisma, “motion”)
External links
- πρόταση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el