Definify.com
Definition 2025
πρότυπο
πρότυπο
Greek
Noun
πρότυπο • (prótypo) n (plural πρότυπα)
Declension
declension of πρότυπο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρότυπο | πρότυπα |
genitive | προτύπου | προτύπων |
accusative | πρότυπο | πρότυπα |
vocative | πρότυπο | πρότυπα |
Synonyms
- υπόδειγμα n (ypódeigma, “model, paragon”)
- σχέδιο n (schédio, “design, pattern”)
See also
- πρωτότυπο n (protótypo, “prototype”)