Definify.com
Definition 2024
πρώην
πρώην
Greek
Adjective
πρώην • (próin) (invariable)
See also
- τέως (téos, “former, ex-”) (adverb)
Usage notes
- πρώην to any previous holder(s) of an office or position, τέως refers to the immediately previous holder of an office or position.
- όλοι οι πρώην πρωθυπουργοί και ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας
- all the previous prime ministers and the previous President of the Republic
- όλοι οι πρώην πρωθυπουργοί και ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας