Definify.com
Definition 2024
πτωτικός
πτωτικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /ptotikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /ftotikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /ftotikós/
Adjective
πτωτικός • (ptōtikós) m (feminine πτωτική, neuter πτωτικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of πτωτικός, πτωτική, πτωτικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | πτωτικός | πτωτική | πτωτικόν | πτωτικώ | πτωτικᾱ́ | πτωτικώ | πτωτικοί | πτωτικαί | πτωτικᾰ́ | |||
Genitive | πτωτικοῦ | πτωτικῆς | πτωτικοῦ | πτωτικοῖν | πτωτικαῖν | πτωτικοῖν | πτωτικῶν | πτωτικῶν | πτωτικῶν | |||
Dative | πτωτικῷ | πτωτικῇ | πτωτικῷ | πτωτικοῖν | πτωτικαῖν | πτωτικοῖν | πτωτικοῖς | πτωτικαῖς | πτωτικοῖς | |||
Accusative | πτωτικόν | πτωτικήν | πτωτικόν | πτωτικώ | πτωτικᾱ́ | πτωτικώ | πτωτικούς | πτωτικᾱ́ς | πτωτικᾰ́ | |||
Vocative | πτωτικέ | πτωτική | πτωτικόν | πτωτικώ | πτωτικᾱ́ | πτωτικώ | πτωτικοί | πτωτικαί | πτωτικᾰ́ | |||
References
- πτωτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «πτωτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette