Definify.com
Definition 2024
πυροσβεστική
πυροσβεστική
Greek
Noun
πυροσβεστική • (pyrosvestikí) f (plural πυροσβεστικές)
- fire brigade (UK), fire department (US)
Declension
declension of πυροσβεστική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πυροσβεστική | πυροσβεστικές |
genitive | πυροσβεστικής | πυροσβεστικών |
accusative | πυροσβεστική | πυροσβεστικές |
vocative | πυροσβεστική | πυροσβεστικές |
Related terms
- πυροσβέστης m (pyrosvéstis, “fireman, firefighter”)
- πυροσβέστρια f (pyrosvéstria, “female firefighter”)
- πυροσβεστήρας m (pyrosvestíras, “fire extinguisher”)