Definify.com
Definition 2024
ραδιόφωνο
ραδιόφωνο
Greek
Noun
ραδιόφωνο • (radiófono) n (plural ραδιόφωνα)
Declension
declension of ραδιόφωνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ραδιόφωνο | ραδιόφωνα |
genitive | ραδιοφώνου | ραδιοφώνων |
accusative | ραδιόφωνο | ραδιόφωνα |
vocative | ραδιόφωνο | ραδιόφωνα |
Related terms
- see: ράδιο n (rádio, “radio”)
External links
- ραδιόφωνο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el