Definify.com
Definition 2024
ρεβιθοκεφτές
ρεβιθοκεφτές
Greek
Noun
ρεβιθοκεφτές • (revithokeftés) f (plural ρεβιθοκεφτέδες)
- Alternative form of ρεβυθοκεφτές (revythokeftés)
Declension
declension of ρεβιθοκεφτές
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ρεβιθοκεφτές | ρεβιθοκεφτέδες |
genitive | ρεβιθοκεφτέ | ρεβιθοκεφτέδων |
accusative | ρεβιθοκεφτέ | ρεβιθοκεφτέδες |
vocative | ρεβιθοκεφτέ | ρεβιθοκεφτέδες |