Definify.com
Definition 2024
ρεβιθοσαλάτα
ρεβιθοσαλάτα
Greek
Alternative forms
- ρεβυθοσλάτα f (revythosláta)
Noun
ρεβιθοσαλάτα • (revithosaláta) f (plural ρεβιθοσαλάτες)
Declension
declension of ρεβιθοσαλάτα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ρεβιθοσαλάτα | ρεβιθοσαλάτες |
genitive | ρεβιθοσαλάτας | ρεβιθοσαλατών |
accusative | ρεβιθοσαλάτα | ρεβιθοσαλάτες |
vocative | ρεβιθοσαλάτα | ρεβιθοσαλάτες |
Related terms
- see: ρεβίθι n (revíthi, “chickpea”)
See also
- ρεβίθια σαλάτα f (revíthia saláta, “chickpea salad”) (a salad with whole chickpeas)
- xούμους n (xoúmous, “houmous, hummus”) (revithosalata with tahini)