Definify.com
Definition 2024
ρεπερτόριο
ρεπερτόριο
Greek
Noun
ρεπερτόριο • (repertório) n (plural ρεπερτόρια)
- (theater) repertoire
Declension
declension of ρεπερτόριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ρεπερτόριο | ρεπερτόρια |
genitive | ρεπερτορίου | ρεπερτορίων |
accusative | ρεπερτόριο | ρεπερτόρια |
vocative | ρεπερτόριο | ρεπερτόρια |