Definify.com
Definition 2024
ρευματοδότης
ρευματοδότης
Greek
Noun
ρευματοδότης • (revmatodótis) m (plural ρευματοδότες)
- (electricity) socket, electrical socket, wall socket
Declension
declension of ρευματοδότης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ρευματοδότης | ρευματοδότες |
genitive | ρευματοδότη | ρευματοδοτών |
accusative | ρευματοδότη | ρευματοδότες |
vocative | ρευματοδότη | ρευματοδότες |
Synonyms
- πρίζα f (príza) (most common term)
See also
- πρίζα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el