Definify.com
Definition 2024
ριζοσπάστης
ριζοσπάστης
Greek
Noun
ριζοσπάστης • (rizospástis) m (plural ριζοσπάστες, feminine ριζοσπάστρια)
Declension
declension of ριζοσπάστης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ριζοσπάστης | ριζοσπάστες |
genitive | ριζοσπάστη | ριζοσπαστών |
accusative | ριζοσπάστη | ριζοσπάστες |
vocative | ριζοσπάστη | ριζοσπάστες |
Related terms
- ριζοσπάστρια f (rizospástria, “radical”)
- ριζοσπαστικοποιώ (rizospastikopoió, “radicalise”)
- ριζοσπαστικοποίηση f (rizospastikopoíisi, “radicalisation”)
- ριζοσπαστικός (rizospastikós, “radical”)