Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ριζοσπαστικοποίησης
ριζοσπαστικοποίησης
Greek
Noun
ριζοσπαστικοποίησης
•
(
rizospastikopoíisis
)
f
Genitive
singular
form of
ριζοσπαστικοποίηση
(
rizospastikopoíisi
)
.
Similar Results