Definify.com

Definition 2024


ριζοσπαστικοποίησης

ριζοσπαστικοποίησης

Greek

Noun

ριζοσπαστικοποίησης (rizospastikopoíisis) f

  1. Genitive singular form of ριζοσπαστικοποίηση (rizospastikopoíisi).