Definify.com
Definition 2024
ρώσικος
ρώσικος
See also: ρωσικός
Greek
Adjective
ρώσικος • (rósikos) m (feminine ρώσικη, neuter ρώσικο)
- Katharevousa form of ρωσικός (rosikós)
Related terms
- see: Ρωσία f (Rosía, “Russia”)
ρώσικος • (rósikos) m (feminine ρώσικη, neuter ρώσικο)