Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
σάβανο
σάβανο
Greek
Noun
σάβανο
•
(
sávano
)
n
(
plural
σάβανα
)
shroud
(
cloth for wrapping the dead
)
Declension
declension of
σάβανο
singular
plural
nominative
σάβανο
σάβανα
genitive
σάβανου
/
σαβάνου
σάβανων
/
σαβάνων
accusative
σάβανο
σάβανα
vocative
σάβανο
σάβανα
Similar Results