Definify.com
Definition 2024
σέρβικος
σέρβικος
See also: σερβικός
Greek
Adjective
σέρβικος • (sérvikos) m (feminine σέρβικη, neuter σέρβικο)
- Katharevousa form of σερβικός (servikós)
Related terms
- see: Σερβία f (Servía, “Serbia”)
σέρβικος • (sérvikos) m (feminine σέρβικη, neuter σέρβικο)