Definify.com
Definition 2024
σαλίγκαρος
σαλίγκαρος
Greek
Noun
σαλίγκαρος • (salínkaros) m (plural σαλίγκαροι)
- Alternative form of σαλιγκάρι (salinkári) (snail, especially a large one)
Declension
declension of σαλίγκαρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σαλίγκαρος | σαλίγκαροι |
genitive | σαλίγκαρου | σαλίγκαρων |
accusative | σαλίγκαρο | σαλίγκαρους |
vocative | σαλίγκαρε | σαλίγκαροι |