Definify.com
Definition 2024
σαμάρι
σαμάρι
Greek
Noun
σαμάρι • (samári) n
Declension
declension of σαμάρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σαμάρι | σαμάρια |
genitive | σαμαριού | σαμαριών |
accusative | σαμάρι | σαμάρια |
vocative | σαμάρι | σαμάρια |
Related terms
- βαράω το σαμάρι ν᾿ ακούσει το γαϊδούρι (varáo to samári n᾿ akoúsei to gaïdoúri)
- σαμαράκι n (samaráki)
- σαμαράς m (samarás)
- σαμάρωμα n (samároma)
- σαμαρώνομαι (samarónomai)
- σαμαρώνω (samaróno)
- σαμαρωτός (samarotós)