Definify.com
Definition 2024
σαμιαμίδι
σαμιαμίδι
Greek
Alternative forms
- σαμιαμίθι n (samiamíthi)
Noun
σαμιαμίδι • (samiamídi) n
Declension
declension of σαμιαμίδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σαμιαμίδι | σαμιαμίδια |
genitive | σαμιαμιδιού | σαμιαμιδιών |
accusative | σαμιαμίδι | σαμιαμίδια |
vocative | σαμιαμίδι | σαμιαμίδια |