Definify.com
Definition 2024
σαμπάνια
σαμπάνια
Greek
Noun
σαμπάνια • (sampánia) f (plural σαμπάνιες)
Declension
declension of σαμπάνια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σαμπάνια | σαμπάνιες |
genitive | σαμπάνιας | — |
accusative | σαμπάνια | σαμπάνιες |
vocative | σαμπάνια | σαμπάνιες |
Derived terms
- σαμπανιζέ (sampanizé, “champagne”) (adjective)
See also
- αφρώδης οίνος m (afródis oínos, “sparkling wine”)
- αφρώδες κρασί n (afródes krasí, “sparkling wine”)
External links
- σαμπάνια on the Greek Wikipedia.Wikipedia el