Definify.com
Definition 2024
σαντουιτσάκι
σαντουιτσάκι
Greek
Noun
σαντουιτσάκι • (santouitsáki) n (plural σαντουιτσάκια)
- diminutive of σάντουιτς (sántouits)
Declension
declension of σαντουιτσάκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σαντουιτσάκι | σαντουιτσάκια |
genitive | — | — |
accusative | σαντουιτσάκι | σαντουιτσάκια |
vocative | σαντουιτσάκι | σαντουιτσάκια |