Definify.com
Definition 2024
σαρανταποδαρούσα
σαρανταποδαρούσα
Greek
Noun
σαρανταποδαρούσα • (sarantapodaroúsa) f (plural σαρανταποδαρούσες)
Declension
declension of σαρανταποδαρούσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σαρανταποδαρούσα | σαρανταποδαρούσες |
genitive | σαρανταποδαρούσας | σαρανταποδαρούσων |
accusative | σαρανταποδαρούσα | σαρανταποδαρούσες |
vocative | σαρανταποδαρούσα | σαρανταποδαρούσες |
See also
- σαρανταποδαρούσα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el