Definify.com

Definition 2024


σαρανταποδαρούσα

σαρανταποδαρούσα

Greek

Noun

σαρανταποδαρούσα (sarantapodaroúsa) f (plural σαρανταποδαρούσες)

  1. centipede
  2. millipede

Declension

See also