Definify.com
Definition 2024
σαφορά
σαφορά
Greek
Noun
σαφορά • (saforá) f (plural σαφορές)
- Rare form of ζαφορά (zaforá).
Declension
declension of σαφορά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σαφορά | σαφορές |
genitive | σαφοράς | σαφορών |
accusative | σαφορά | σαφορές |
vocative | σαφορά | σαφορές |