Definify.com

Definition 2024


σεβασμός

σεβασμός

Greek

Noun

σεβασμός (sevasmós) m (plural σεβασμοί)

  1. respect

Declension

Synonyms

Related terms

  • σέβομαι (sévomai, to respect)
  • σεβάσμιος (sevásmios, venerable)
  • σεβαστός (sevastós, respected, venerable)