Definify.com
Definition 2024
σεισμογράφος
σεισμογράφος
Greek
Noun
σεισμογράφος • (seismográfos) m (plural σεισμογράφοι)
Declension
declension of σεισμογράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σεισμογράφος | σεισμογράφοι |
genitive | σεισμογράφου | σεισμογράφων |
accusative | σεισμογράφο | σεισμογράφους |
vocative | σεισμογράφε | σεισμογράφοι |