Definify.com
Definition 2024
σεξουαλικότητα
σεξουαλικότητα
Greek
Noun
σεξουαλικότητα • (sexoualikótita) f
Declension
declension of σεξουαλικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σεξουαλικότητα | σεξουαλικότητες |
genitive | σεξουαλικότητας | — |
accusative | σεξουαλικότητα | σεξουαλικότητες |
vocative | σεξουαλικότητα | σεξουαλικότητες |